- καταγλωττισμός
- καταγλωττισμός, ὁ (Α) [καταγλωττίζω]το καταγλώττισμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγλωττισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλωττισμοῦ — καταγλωττισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)